- κριώδης
- κριώδης, -ῶδες (Α) [κριός]αυτός που μοιάζει με κριάρι.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κριῶδες — κριώδης ram like masc/fem voc sg κριώδης ram like neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κριός — I Πεδινός οικισμός (υψόμ. 80 μ., 53 κάτ.) στην πρώην επαρχία Ορεστιάδος του νομού Έβρου. Βρίσκεται στο βορειοανατολικό άκρο του νομού, 165 χλμ. ΒΑ της Αλεξανδρούπολης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Τριγώνου. II (Αστρον.). Αστερισμός του βορείου… … Dictionary of Greek